Νεότερα και σύγχρονα χρόνια (1912 – σήμερα)

Από την Απελευθέρωση στη σύγχρονη μεγαλούπολη

Στις 26 Οκτωβρίου 1912, μέρα της γιορτής του πολιούχου αγίου Δημητρίου, ο στρατηγός Ταχσίν Πασάς υπέγραφε στο Διοικητήριο το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό. Την επόμενη μέρα εύζωνοι ύψωσαν πανηγυρικά την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο.

Πέντε μόλις χρόνια μετά την Απελευθέρωση, ένα τυχαίο γεγονός καθόρισε το πολεοδομικό μέλλον της πόλης. Στις 5 Αυγούστου 1917 ένα σπίτι πίσω από το Διοικητήριο πήρε φωτιά, που γρήγορα θέριεψε από το φύσημα του βαρδάρη. Για τριάντα δύο ολόκληρες ώρες η «πυρκαγιά του αιώνος», όπως την είπαν, κατέκαιγε ανεξέλεγκτη το ιστορικό κέντρο. Έσβησε μόνο όταν έφτασε στη θάλασσα. Όλη σχεδόν η παλιά πόλη χάθηκε στις φλόγες. Η καταστροφή δεν είχε προηγούμενο, ταυτόχρονα, όμως, ήταν ευκαιρία για μία «εκ βάθρων» πολεοδομική ανασυγκρότηση. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε με αποφασιστικότητα, αναθέτοντας το τεράστιο έργο στη «Διεθνή Επιτροπή Σχεδιασμού». Υπεύθυνο όρισαν τον γάλλο αρχαιολόγο, πολεοδόμο και αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ, που υπηρετούσε στο μακεδονικό μέτωπο με τη στρατιά της Ανατολής.

Σε ελάχιστο χρόνο η «πυρίκαυστος ζώνη», όπως είπαν τα καμένα, αποτυπώθηκε σε τοπογραφικούς χάρτες και οι ιδιοκτησίες καταγράφηκαν στο πρώτο κτηματολόγιο. Το όραμα του Εμπράρ, να κάνει τη Θεσσαλονίκη μία μοντέρνα πόλη, χωρίς να αφαιρέσει τον ιστορικό της χαρακτήρα, εκφράστηκε σε ένα πολεοδομικό σχέδιο πρωτοποριακό. Οι δαιδαλώδεις γειτονιές, όπου συνωστίζονταν σπίτια, δημόσια κτίρια, μαγαζιά κι εργαστήρια, έδιναν τη θέση τους σε έναν οργανωμένο πολεοδομικό καμβά. Όλα ήταν προσεκτικά σχεδιασμένα, σε οικοδομικά τετράγωνα παράλληλα με τη θάλασσα. Διαχωρίζονταν οι εμπορικές, πολιτικές, διοικητικές και δικαστικές λειτουργίες, προτείνονταν χαράξεις που θύμιζαν ευρωπαϊκές πόλεις με μνημειώδεις δρόμους και πλατείες, γινόταν υποχρεωτική η μεταφορά της βιομηχανίας έξω από το κέντρο, δινόταν έμφαση στα βυζαντινά μνημεία και τις «γραφικές» γειτονιές, υπήρχε μέριμνα για χώρους πρασίνου και ψυχαγωγίας. Καθώς ήταν βέβαιο πως η πόλη θα προσέλκυε νέους κατοίκους, πρόβλεψαν σχέδιο επέκτασης έξω από την «πυρίκαυστο». Μέχρι και πρότυπες πολυκατοικίες είχαν σχεδιάσει. Λόγοι οικονομικοί, ακόμη και μικροσυμφέροντα, επέβαλαν αλλαγές και απλοποιήσεις. Επίσης δεν επέτρεψαν να εφαρμοστεί το σχέδιο στο σύνολό του, αλλά μόνο στο ιστορικό κέντρο. Η τύχη έπαιξε κι αυτή τον ρόλο της· χαρακτηριστική περίπτωση η ματαίωση της οικοδόμησης των Δικαστηρίων, όταν, με τις εκσκαφές για τη θεμελίωσή τους, ήλθε στο φως η αρχαία Αγορά. Ακόμη κι έτσι, η οικιστική αναγέννηση μίας μεγαλούπολης από τις στάχτες ήταν μοναδικό επίτευγμα, και θεωρείται ένα από τα μεγάλα έργα της πολεοδομίας του 20ού αιώνα.

 Όταν σίγησε ο θόρυβος από τις εργασίες της ανοικοδόμησης, τα ερείπια είχαν δώσει τη θέση τους σε πολυώροφα κτίρια που συνδύαζαν στοιχεία από διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Η μνημειώδης πλατεία Αριστοτέλους με θέα στον Όλυμπο, που δημιουργήθηκε σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, μας δίνει σήμερα μία εικόνα της πρότυπης πόλης που είχε ονειρευτεί ο Εμπράρ. Μία ακόμη διορατική επιλογή ήταν η επέκταση του λιμανιού προς τα δυτικά, που άφησε το ιστορικό κέντρο να ανοιχτεί στο παραλιακό μέτωπο. Από την αρχική πρόβλεψη μίας ζώνης πρασίνου που θα αγκάλιαζε την πόλη, δημιουργήθηκαν το δάσος Σέιχ Σου, το πάρκο στον Λευκό Πύργο, η Πανεπιστημιούπολη, η Διεθνής Έκθεση. Στη μεγάλη φωτιά «έσβησε» και η παλιά συνήθεια της χωριστής κατοίκησης ανάλογα με το θρήσκευμα.

Από το 1923, το τεράστιο κύμα προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη άλλαξε δραματικά τις ισορροπίες. Η Θεσσαλονίκη έγινε «πρωτεύουσα των προσφύγων», οι οικισμοί τους απλώθηκαν στην Άνω Πόλη, αλλά κυρίως στις ανατολικές και δυτικές παρυφές. Πλάι τους μεταφέρθηκε η βιομηχανική ζώνη. Τον αντίστροφο δρόμο ακολούθησαν οι μουσουλμάνοι, με αποτέλεσμα να ξεθωριάσει ο παραδοσιακός πολυπολιτισμικός χαρακτήρας του τόπου. Οι μεγάλες αλλαγές στον πληθυσμιακό χάρτη ολοκληρώθηκαν με το δράμα του αφανισμού των Εβραίων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα μεταπολεμικά χρόνια κατέφθασαν πολυάριθμοι εσωτερικοί μετανάστες, κυρίως από τη Μακεδονία. Πιεστικό το πρόβλημα της στέγασής τους, οδήγησε σε μία αλόγιστη ανοικοδόμηση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες μεγάλες συνοικίες εκτός κέντρου για να τους φιλοξενήσουν. Για δύο δεκαετίες η πρακτική της αντιπαροχής ήταν μονόδρομος, αργότερα ατόνησε κάπως, όμως ο πολεοδομικός ιστός πληγώθηκε ανεπανόρθωτα. Η ξέφρενη ανοικοδόμηση άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην πόλη, ο αστικός ιστός πύκνωσε ασφυκτικά, επιβαρύνθηκε δραματικά το κέντρο. Παράλληλα όμως, δημιουργήθηκαν και νέα ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά σύνολα μέσα στην πόλη: στην Πανεπιστημιούπολη και τη Διεθνή Έκθεση εκφράστηκαν οι τάσεις της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και η «γειτονιά των μουσείων» αποτέλεσε έναν μοντέρνο πολεοδομικό πυρήνα. Το θαλάσσιο μέτωπο άλλαξε ριζικά με την επιχωμάτωση και κατασκευή της «Νέας Παραλίας», ανατολικά του Λευκού Πύργου.

Διαφορετική πορεία ακολούθησε η Άνω Πόλη, που γλύτωσε από τη φωτιά. Το 1979 χαρακτηρίστηκε διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός. Εδώ μοιάζει να έχει σταματήσει ο χρόνος. Σπίτια με αυλές και σαχνισιά συνυπάρχουν αρμονικά με σύγχρονες κατασκευές που σέβονται τον χαρακτήρα του τόπου.

Ο σεισμός του 1978 έδωσε την ευκαιρία για μεγάλες παρεμβάσεις στο κέντρο. Κτίστηκαν νέα δημόσια κτίρια στην παράδοση του εκλεκτικισμού. Ακολούθησαν τα «μεγάλα έργα» στις δεκαετίες του 1980 και του 1990: κατασκευάστηκαν νοσοκομεία, αθλητικά κέντρα, επεκτάθηκε η βιομηχανική ζώνη, έγιναν αναπλάσεις στους ιστορικούς χώρους για να αναδειχτούν οι μνημειακοί άξονες, δημιουργήθηκε εμπορική ζώνη κοντά στο αεροδρόμιο. Τα τελευταία χρόνια η Θεσσαλονίκη έγινε πάλι χοάνη υποδοχής οικονομικών μεταναστών που άλλαξαν τις λειτουργίες της. Το 1997 ανακηρύχθηκε «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» και με την ευκαιρία αυτή έγιναν εκτεταμένες επισκευές δημοσίων κτιρίων, που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για πολιτιστικούς σκοπούς. Η πρόσφατη ανάπλαση του παραλιακού μετώπου έδωσε ανάσα ζωής και ανανέωσε την οργανική σχέση της Θεσσαλονίκης με τη θάλασσα.

Αγκαλιασμένη με το γοητευτικό παρελθόν της, και με το βλέμμα στο μέλλον, η Θεσσαλονίκη ζει, αναπνέει, κι εξελίσσεται μέρα με τη μέρα. Σε μάς μένει να την προσεγγίσουμε, φέρνοντας τα βήματά μας σε γνωστές ή λιγότερο περπατημένες διαδρομές. Ή, γιατί όχι, να χαράξουμε το δικό μας προσωπικό μονοπάτι, που δεν θα μοιάζει με κανένα άλλο.

 

ΠΗΓΗ

«Ότι η πόλη έχει ψυχή, είμαι ο τελευταίος που θα το αρνηθεί. Αλλά δεν είναι αυτή που θα έρθει να σε βρει. Αν δεν την αναζητήσεις ο ίδιος, ίσως δεν μάθεις ποτέ ότι υπάρχει. Αν θέλεις να γνωρίσεις την ψυχή της πόλης, πρέπει να την ψάξεις και μάλιστα επίμονα. Να μην αφήνεις ούτε στιγμή τον εαυτό σου χωρίς το ερώτημα, τι ήταν εδώ παλαιότερα, ποιοι έζησαν πριν από μας. Ν’ αμφισβητείς αυτό που βλέπεις για χάρη του αόρατου. Να προσπερνάς αυτούς που σου μιλούν για χάρη αυτών που δεν έχουν πια φωνή, ούτε και υλική υπόσταση.

Τα ίχνη υπάρχουν, κρυμμένα σε αρχεία και παλαιές εικόνες. Αλλά χωρίς εσένα, δεν αξίζουν τίποτε».

Ευάγγελος Χεκίμογλου, Τα Μυστήρια της Θεσσαλονίκης

 

Αυτό το ήξερες;

Οι εργασίες για την κατασκευή του μετρό, έργου πνοής για τους κατοίκους, έφερε στο φως ένα αναπάντεχο εύρημα στον σταθμό της Βενιζέλου: το σταυροδρόμι που σχημάτιζαν η μαρμαροστρωμένη Μέση Οδός με τον κάθετο σε αυτήν λιθόστρωτο κεντρικό δρόμο. Ήταν ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της βυζαντινής πόλης. Βρέθηκαν στη θέση τους ύστερα από τόσους αιώνες το επιβλητικό τετράπυλο, τα στεγασμένα πεζοδρόμια, ακόμη και οι τροχιές που είχαν αφήσει οι άμαξες στο οδόστρωμα!

 

 

Συγγραφέας: Λίλα Πατσιάδου