Οθωμανική κυριαρχία (1430 - 1912)

«Selânik» μία πολυεθνική μητρόπολη

Οι Οθωμανοί πήραν μέτρα για να τονώσουν τον πληθυσμό που είχε μειωθεί εξαιτίας της μακρόχρονης πολιορκίας της πόλης, η ζωή όμως άργησε να βρει τους ρυθμούς της. Επείγουσα ανάγκη ήταν να ενισχύσουν τα τείχη, επειδή οι τεχνικές του πολέμου είχαν εξελιχτεί. Έτσι, θωράκισαν την πόλη με αξιοθαύμαστες οχυρώσεις, δίνοντας έμφαση στους πύργους. Κέντρο της άμυνας παρέμεινε η ακρόπολη, όπου εγκαταστάθηκε ο τούρκος διοικητής. «Επάνω Κάστρο» την έλεγαν οι χριστιανοί και ήταν γι’ αυτούς απαγορευμένη ζώνη, ούτε πλησίαζαν πια στις ανηφοριές και στα ψηλά της τείχη. Τον 19ο αιώνα η οθωμανική διοίκηση μεταφέρθηκε στο Κονάκι, στην περιοχή του σημερινού Διοικητηρίου, και το φρούριο του Επταπυργίου, στο βορειοανατολικό άκρο της ακρόπολης των τειχών, γνωστό και ως Γεντί Κουλέ, έγινε φυλακή, διαβόητη για τις σκληρές συνθήκες κράτησης.

Έναν αιώνα μετά την οθωμανική κατάκτηση, μουσουλμάνοι και χριστιανοί ζούσαν «αναμίξ», στις ίδιες γειτονιές. Στην αρχή δεν χρειάστηκαν νέα τεμένη, γιατί έκαναν τζαμιά τους μεγάλους βυζαντινούς ναούς. Οι χριστιανοί αρκέστηκαν σε λίγες εκκλησιές, κτίσματα ταπεινά, χωρίς καμπαναριά, κρυμμένα σε αυλές ή ανάμεσα σε σπίτια για να μην προκαλούν το θρησκευτικό αίσθημα των κατακτητών. Από το 1492, και για όλο τον επόμενο αιώνα, στην πόλη εγκαταστάθηκαν κατά κύματα 15.000 Εβραίοι, διωγμένοι από την Ισπανία, την Ιταλία, και την κεντρική Ευρώπη, που άλλαξαν εντελώς τον πληθυσμιακό της χάρτη. Ήδη το 1519 η Θεσσαλονίκη είχε γίνει μεγαλούπολη 30.000 κατοίκων. Ακόμη, όμως, χρησιμοποιούσαν τις παλιές αγορές και οι γειτονιές με τις εκκλησιές τους διατηρούσαν τα βυζαντινά τους ονόματα.

Όλα άλλαξαν το 1620, μετά την πυρκαγιά που αποτέφρωσε σχεδόν τα πάντα. Νέα σπίτια κτίστηκαν στα αποκαΐδια, σε συνοικίες με νέα ονόματα, χωρισμένες με βάση τη θρησκεία και την εθνικότητα. Οι Οθωμανοί τραβήχτηκαν στην Άνω Πόλη με το ωραίο κλίμα και την κυρίαρχη θέση. Εκεί απλώθηκε η άνετη γειτονιά τους, το ηλιόλουστο «Μπαΐρ» (Πλαγιά Λόφου), με σπίτια ψηλά, αυλές, κήπους, θέα ανεμπόδιστη στη θάλασσα, ελεύθερους χώρους με δέντρα και βρύσες. Στον κάμπο μοιράστηκαν κυρίως Έλληνες κι Εβραίοι. Από τον «Φαρδύ Δρόμο», όπως έλεγαν οι Έλληνες τη Λεωφόρο, ως το θαλάσσιο τείχος, ξεδιπλώνονταν οι εβραϊκές γειτονιές. Τις σχημάτιζαν ομάδες οικογενειών («κεχαλίμ») γύρω από ταπεινές συναγωγές, με σπίτια μικρά χωρίς αυλές, κτισμένα ασφυκτικά σε δρόμους στενούς και βρώμικους. Δεν υπήρχε πιο ανθυγιεινό μέρος στην πόλη, ούτε η αύρα της θάλασσας αρκούσε να καθαρίσει τον αέρα. Όσοι Εβραίοι είχαν εξισλαμισθεί («Ντονμέδες») ζούσαν σε καλύτερες συνθήκες, κοντά στην αρχαία Αγορά. Οι ελληνικές συνοικίες ήταν σκορπισμένες στον Φαρδύ Δρόμο, στην Καμάρα, στον Ιππόδρομο, στα ανατολικά τείχη. Ξεχωριστό χρώμα είχε ο «Φραγκομαχαλάς» («Μάλτα»), με τα ωραία πέτρινα σπίτια γύρω από τη σημερινή οδό Φράγκων, εκεί όπου ζούσαν οι ξένοι από τα χρόνια του Βυζαντίου.

Ως την αυγή του 20ού αιώνα διατήρησαν οι άνθρωποι τα «αόρατα τείχη», ζώντας σε μικρόκοσμους που επικοινωνούσαν κυρίως για τις διοικητικές και εμπορικές συναλλαγές. Οι γειτονιές εξαφάνισαν τις ομοιόμορφες οικοδομικές νησίδες. Ξεχώριζαν μόνο τα αρχαία μνημεία, τα θρησκευτικά κτίρια, και οι αγορές με τις ξύλινες και πάνινες τέντες που έγιναν τοπόσημα της οθωμανικής πόλης. Μοναδική πλατεία η αρένα του Ιπποδρόμου («Ποδρόμι»), που ήταν κατάφυτη με πλατάνια, προκαλώντας τον θαυμασμό των περιηγητών. Η μεγαλύτερη εμπορική ζώνη εκτεινόταν στα στενά από τη σημερινή Εγνατία ως τον Άγιο Μηνά και την Παναγία των Χαλκέων. Εκεί βρισκόταν το Αλευροπάζαρο («Ουν Καπάν»), η κλειστή αγορά των υφασμάτων (Μπεζεστένι), το μεγάλο Καραβάν Σεράι. Έξω από τα τείχη ήταν μία συνοικία αποκλειστικά για το εμπόριο, σε μία στενή  παραθαλάσσια λωρίδα πέρα από την πύλη του Γιαλού. Εκεί λειτουργούσε η Αιγυπτιακή Αγορά, η αγορά των εξωτικών προϊόντων, των σιτηρών, του λαδιού, τα βυρσοδεψεία και ίσως, από τον 16ο αιώνα, το σκλαβοπάζαρο.

Οι Οθωμανοί έκτισαν τζαμιά, λουτρά, κλειστές αγορές, χάνια. Ασχολήθηκαν και με την υδροδότηση, όμως το τρεχούμενο νερό ήταν πολυτέλεια για λίγους· στις περισσότερες εβραϊκές γειτονιές δεν υπήρχε ούτε κοινόχρηστη βρύση. Τα οθωμανικά κτίρια άφησαν έντονη τη σφραγίδα τους. Ένα δάσος από μιναρέδες αντίκριζαν από τη θάλασσα οι  ταξιδιώτες, πίσω από τις επάλξεις και πάνω από τις στέγες των σπιτιών. Η εικόνα ήταν ειδυλλιακή, από τα ομορφότερα σκηνικά στην ανατολική Μεσόγειο, η εντύπωση όμως άλλαζε μόλις οι επισκέπτες πατούσαν το πόδι τους στις ακάθαρτες γειτονιές. Έλειπαν από την πόλη βασικές υποδομές, λιμενικές εγκαταστάσεις, οδικό δίκτυο, πλατείες και δημόσια κτίρια. Το  1859 ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ υποδέχτηκε τους επισκέπτες του σε μία τέντα κοντά στη θάλασσα, καθώς δεν υπήρχε δημόσιο κτίριο κατάλληλο για την περίσταση!  

Οι μεγάλες πολεοδομικές αλλαγές ήρθαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, καρπός του πνεύματος του εκσυγχρονισμού («Τανζιμάτ») που επικράτησε στην οθωμανική αυτοκρατορία. Η Θεσσαλονίκη είχε αποκτήσει κυρίαρχη θέση στην οικονομία και το εμπόριο. Το λιμάνι της ήταν από τα πιο σημαντικά στην ανατολική Μεσόγειο και η πόλη μπήκε στον συγκοινωνιακό χάρτη της Ευρώπης με νέες σιδηροδρομικές γραμμές. Οι Έλληνες, οι  Οθωμανοί και οι Εβραίοι έκτισαν επιβλητικά κοινωφελή οικοδομήματα, σε αρχιτεκτονικούς ρυθμούς που έδειχναν τις ιδιαίτερες προτιμήσεις τους. Γέμισε η πόλη νέα επιβλητικά κτίρια, τράπεζες, ξενοδοχεία, θέατρα, σχολεία, νοσοκομεία.

Το 1870 ο προοδευτικός Σαμπρή Πασάς γκρέμισε το παραλιακό τείχος, «χάριν προσαυξήσεως της γης και κατασκευής της προκυμαίας». Τα ερείπια καταχώθηκαν για να γίνει η πρώτη προκυμαία. Την ίδια τύχη είχαν τα νοτιότερα τμήματα του ανατολικού και του δυτικού τείχους. Η οικοδομική αυτή επέμβαση σήμανε την αρχή της σύγχρονης εποχής. Η πόλη ξεχύθηκε ανατολικά στη συνοικία «Χαμηδιέ» («Πύργοι») με σπίτια εύπορων ανθρώπων, χωρίς τους φραγμούς της θρησκείας, και βορειοδυτικά σε οικισμούς για τα πιο λαϊκά στρώματα. Τα προάστια, με την οργανωμένη ρυμοτομία, δημιουργούσαν μεγάλη αντίθεση με την παλιά πόλη με τα ξύλινα σπίτια και τα στενά δρομάκια. Στα δυτικά κυρίως, φτιάχτηκαν σύγχρονα εργοστάσια, το λιμάνι εκσυγχρονίστηκε με κυματοθραύστη, προβλήτες, τελωνείο και αποθήκες. Επίσημη είσοδος από τη θάλασσα έγινε η πλατεία Αποβάθρας, ο πρώτος ευρύχωρος δημόσιος χώρος που χαράχτηκε ύστερα από πολλούς αιώνες.

Μετά την πυρκαγιά του 1890 η περιοχή γύρω από την Αγία Σοφία ανοικοδομήθηκε με οργανωμένο σχέδιο. Ο πληθυσμός έφτασε τους 150.000 κατοίκους το 1905, διπλασιάστηκε δηλαδή μέσα σε τριάντα χρόνια. Την καθημερινότητα διευκόλυναν τροχιόδρομοι, γραμμές λεωφορείων και αστικής ακτοπλοΐας. Χάραξαν την παραλιακή οδό Νίκης και τη λεωφόρο «Χαμιδιέ» (Εθνικής Αμύνης), διαπλάτυναν την οδό «Σαμπρή Πασά» (Βενιζέλου), ευθυγράμμισαν την Εγνατία. Ο 20ός αιώνας βρήκε στον Θερμαϊκό μία αναγεννημένη πόλη, με το βλέμμα στην Ευρώπη.

 

ΠΗΓΕΣ

«…τα σπίτια φυτρώνουν λοξά, με χαγιάτια, μπαλκόνια, και σαχνισιά· προσθήκες κάθε είδους που προχωρούν σκαρφαλώνοντας στους τοίχους, κρέμονται από τις στέγες, ξεπροβάλλουν από τις ταράτσες, τρώνε τον χώρο του γείτονα, μέσα σ’ ένα απερίγραπτο και γραφικό ανακάτωμα».

Nehama J., Histoire des Israélites de Salonique

«Το όμορφο αυτό φρούριο ακουμπάει πάνω σε εννιά λόφους και βραχώδη υψώματα. Στις τρεις πλευρές του έχει συνολικά: οκτώ πύλες και χωρίζεται σε έξι διαμερίσματα, που- όμως- αποτελούν ένα αγαλίκι. Οι έξη τομείς του φρουρίου είναι με τη σειρά: το Κουλέ της πόλης, του Βαρδάρη, της Καλαμαριάς, το Γεντί Κουλέ, το Κουσακλί Κουλέ και το Τοπχανέ Κουλέ. Κάθε τομέας έχει και μία πύλη, ενώ υπάρχουν άλλες δύο στο Γεντί Κουλέ, στο μέρος που κατεβαίνεις προς την πόλη. Όλες οι πύλες είναι μονές, αλλά πανύψηλες και πολύ οχυρωμένες. Μέσα κι έξω απ’ τους τομείς δεν υπάρχουν τάφροι, γιατί το έδαφος είναι πετρώδες και σκάβεται με δυσκολία. Επομένως, είναι εξίσου δύσκολο για τον όποιο εχθρό να σκάψει λαγούμια. Γενικά, είναι ωραίο οικοδόμημα κι απ’ τις κατασκευές που δεν ξαναγίνονται εύκολα (ας το διασώσει ο Θεός!)».

Εβλιά Τσελεμπή, Βιβλίο των ταξιδιών

 

Αυτό το ήξερες;

Για τις ανάγκες της θρησκείας τους, οι Οθωμανοί συνήθιζαν να μετατρέπουν τις βυζαντινές εκκλησίες σε τζαμιά, αλλάζοντας τα ονόματά τους. Το ίδιο έγινε στη Θεσσαλονίκη, που έλεγαν πως είχε τόσες εκκλησιές όσες οι μέρες του έτους! Γι’ αυτό γνωρίζουμε τις αρχικές ονομασίες λιγότερων από δέκα βυζαντινών ναών, από όσους σώζονται ως σήμερα.

Το γκρέμισμα των οχυρώσεων ξεκίνησε σε κλίμα γιορτινό. Ο βαλής (διοικητής) της πόλης Σαμπρή Πασάς έδωσε το σύνθημα με ένα ασημένιο σφυρί, σκαρφαλωμένος πάνω σε έναν λόφο σκουπιδιών στη δυτική άκρη του θαλάσσιου τείχους. Οι Οθωμανοί γκρέμισαν και τον Πύργο της Αποβάθρας και έδωσαν την ονομασία του (Τοπ Χανέ) στο φρούριο του Βαρδάρη. Η στενή προκυμαία που δημιουργήθηκε πλημμύριζε συχνά και τα νερά παρέσυραν ακόμη και τα τραπέζια των καφενείων!

 

 

Συγγραφέας: Λίλα Πατσιάδου