Βυζαντινή εποχή (330-1430)

«Η πρώτη μετά την πρώτην»

Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την καρδιά της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, μία νέα εποχή ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη, που έγινε μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου είχε ήδη βρει γόνιμο έδαφος και οι Θεσσαλονικείς αποτελούσαν μία από τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες στην Ευρώπη. Κι όμως, τα πρώτα χριστιανικά χρόνια δεν άλλαξε πολύ ο αρχαίος πολεοδομικός ιστός.

Οι αλλαγές ξεκίνησαν από την περίμετρο, καθώς οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έδειξαν ενδιαφέρον για τις οχυρώσεις. Σταδιακά η πόλη θωρακίστηκε με έναν ισχυρό και παχύ αμυντικό περίβολο που η περίμετρός του έφτανε τα οκτώ περίπου χιλιόμετρα. Κτίστηκε σε διαφορετικές φάσεις, στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του Ιουλιανού, του Μεγάλου Θεοδοσίου και του Ηράκλειου. Σήμερα οι αρχαιολόγοι μπορούν να ξεχωρίσουν την ηλικία των τειχών από τα οικοδομικά υλικά, τις επιγραφές και τα σχέδια που τα στολίζουν σαν κέντημα, και από τον τρόπο που είναι κτισμένα. Κατά κανόνα τα βυζαντινά τείχη «αγκάλιασαν» τα ρωμαϊκά. Στις ευάλωτες πεδινές περιοχές, τριγωνικές αμυντικές προεξοχές ενσωμάτωσαν τους ρωμαϊκούς πύργους, ενώ στα υψώματα κατασκευάστηκαν κυρίως ορθογώνιοι πύργοι. Πύλες μικρές και μεγάλες εξασφάλιζαν την επικοινωνία με την ύπαιθρο και το λιμάνι και κλείδωναν τη νύχτα για ασφάλεια. Στα μέσα του 7ου αιώνα η Θεσσαλονίκη είχε γίνει σχεδόν απόρθητη από την ξηρά· έλεγαν πως μόνο ο περίβολος της Κωνσταντινούπολης ξεπερνούσε τα τείχη της σε έκταση και επιβλητικότητα. Το αδύνατο σημείο της παρέμενε η παραλία, με το χαμηλό τείχος. Από εκεί ήταν που εισέβαλαν, το 904, οι Σαρακηνοί πειρατές και έσπειραν παντού τον τρόμο. Αιώνες πολλούς έζησε «τειχοπερίκλειστη» η πόλη, καθώς μόλις τον 19ο αιώνα αντίκρισαν οι κάτοικοι ανεμπόδιστα τη θάλασσα, όταν γκρεμίστηκαν οι παραθαλάσσιες οχυρώσεις.

Σιγά σιγά οι δημόσιοι χώροι, που θύμιζαν την ειδωλολατρική παράδοση, άρχισαν να ρημάζουν. Η ρωμαϊκή Αγορά υποβαθμίστηκε, τα λαμπρά της κτίρια εγκαταλείφθηκαν, γέμισε εργαστήρια και λάκκους για την εξόρυξη πηλού. Οι άνθρωποι αποσπούσαν ανενόχλητοι οικοδομικά υλικά, κι από τους διακόσιους περίπου μαρμάρινους κίονες της πλατείας μόνο ένας σώθηκε στο αρχικό του ύψος! Στις αρχές του 7ου αιώνα ισχυροί σεισμοί ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Ωστόσο, ως τον 13ο και τον 14ο αιώνα συνέχισαν να λειτουργούν καταστήματα ανάμεσα στα ερείπια. Η γύρω περιοχή δομήθηκε άναρχα, με ταπεινά κτίρια και δρόμους ακανόνιστους. Η Ροτόντα έγινε χριστιανική εκκλησιά, που την στόλισαν με λαμπρά ψηφιδωτά, και ο Ιππόδρομος λειτούργησε ως τις αρχές του 7ου αιώνα.

Από τον 5ο αιώνα οι πρώτοι μνημειώδεις ναοί στον τύπο της βασιλικής άλλαξαν την εικόνα της πόλης. Με τα βοηθητικά τους κτίσματα σχημάτιζαν τεράστια οικοδομικά συγκροτήματα που αλλοίωσαν τον ρωμαϊκό πολεοδομικό ιστό: αντικατέστησαν δημόσια κτίρια, ενσωμάτωσαν τμήματά τους ή κατέλαβαν παλιούς δρόμους. Οι ναοί άλλαξαν ριζικά και τις λειτουργίες της πόλης, δημιουργώντας νέες εστίες ζωής μακριά από την Αγορά. Μία από αυτές ήταν η νέα εμπορική αγορά του Άγιου Μηνά, κοντά στο νέο λιμάνι. Οι βυζαντινές πηγές μιλούν επίσης για τη «Σθλαβομέση» αγορά και για έναν δρόμο με εξειδικευμένα εμπορικά καταστήματα. Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη διατήρησε τον παραδοσιακό εμπορικό χαρακτήρα της.

Με τα χρόνια η πόλη γέμισε ναούς και μοναστήρια· ως εκεί που έφτανε το μάτι έβλεπε τρούλους και καμπαναριά. Οι πλούσια διακοσμημένες εκκλησιές έμοιαζαν κεντημένες με κεραμοπλαστικά κοσμήματα στους τοίχους. Τα μοναστήρια δημιουργούσαν μία υποβλητική ατμόσφαιρα, οάσεις γαλήνης σε συνύπαρξη αρμονική με τις γειτονιές. Σε μεγάλο βαθμό η σύγχρονη Θεσσαλονίκη οφείλει την ξεχωριστή φυσιογνωμία της στα βυζαντινά μνημεία και τα τείχη, που την κάνουν να μοιάζει με υπαίθριο μουσείο της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής.

Αντίθετα, οι περιοχές κατοίκησης έχουν αφήσει ελάχιστα ίχνη. Μόνο τα ονόματα κάποιων βυζαντινών συνοικιών έχουν φτάσει στις μέρες μας, Καταφυγή, Ομφαλός, των Ασωμάτων, της Αχειροποιήτου. Βρίσκονταν πιθανότατα ανάμεσα σε επτά παράλληλους κεντρικούς δρόμους, που ορισμένοι κατέληγαν στις αρχαίες πύλες. Η Βασιλική Οδός συνέχισε το ταξίδι της στον χρόνο σαν «Λεωφόρος» και «Μέση Οδός». Εδώ κινούνταν οι κάτοικοι, αλλά και οι έμποροι που έφταναν από τον τότε γνωστό κόσμο. Όπως περιγράφει ο συγγραφέας Ιωάννης Καμινιάτης, ήταν ευκολότερο να μετρήσεις τους κόκκους της άμμου, παρά τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί.

Εντύπωση στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη προκαλούν και οι οργανωμένες υποδομές: ένα σύνθετο σύστημα ύδρευσης με αγωγούς έφερνε το νερό των πηγών μέσα από δεξαμενές (κινστέρνες) στις κρήνες, τα πλούσια σπίτια, τα δημόσια λουτρά. Η χρήση των λουτρών δεν συμβάδιζε με το πνεύμα του χριστιανισμού, ωστόσο λένε πως τον 14ο αιώνα υπήρχαν στη πόλη περισσότερα λουτρά από όσα είχαν ανάγκη οι κάτοικοι.

Μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους ιππότες της Δ΄ Σταυροφορίας, η πόλη πέρασε στους Λατίνους σαν πρωτεύουσα του φραγκικού «βασιλείου της Θεσσαλονίκης» (1204-1224). Toν 14ο αιώνα βρέθηκε στη δίνη της «επανάστασης των Ζηλωτών», όταν για ένα μικρό διάστημα, ένα μέρος του λαού της πόλης με δημοκρατικές ιδέες επαναστάτησε ενάντια στην επίσημη αυτοκρατορική εξουσία. Ο αιώνας αυτός ήταν, όμως, και η «χρυσή» της εποχή στα γράμματα, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική. Λίγο αργότερα, το 1430, η πόλη θα περνούσε στα χέρια των Οθωμανών.

 

ΠΗΓΗ

«Η πατρίδα μου, φίλε, είναι η Θεσσαλονίκη. Αυτήν θα σου γνωρίσω πρώτα: είναι εκείνη που μου έμαθε πολλά από όσα αγνοούσα. Σε γνωρίζω εδώ και λίγο καιρό και εκπληρώνω τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη γνωριμία αυτή με το να σου μιλήσω για αυτή τη μεγάλη πόλη, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, που είναι φημισμένη για όλα όσα λαμπρύνουν μία πόλη και που δεν επιτρέπει σε καμιά άλλη από τις γειτονικές να την ξεπεράσει σε οτιδήποτε. Είναι όμως ακόμη πιο φημισμένη για την ευσέβεια που επέδειξε εξαρχής προς τον Θεό και που από τότε διατηρεί μέχρι σήμερα.»

Ιωάννης Καμινιάτης, Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης

 

Αυτό το ήξερες;

Τον 6ο αιώνα η Θεσσαλονίκη κινδύνευσε από τους Σλάβους που την είχαν κυκλώσει ασφυκτικά από στεριά και θάλασσα. Οι εχθροί ήταν πολυάριθμοι και οι υπερασπιστές της πόλης λίγοι. Την ώρα που όλα έδειχναν πως η πόλη θα έπεφτε στα χέρια των βαρβάρων, εμφανίστηκε ο Άγιος Δημήτριος και την έσωσε. Το πώς, περιγράφεται στα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου», αγιολογικά κείμενα του 7ου αιώνα.

Η μονή Βλατάδων έπαιζε σπουδαίο ρόλο στην υδροδότηση της πόλης. Από εκεί περνούσαν κλειστοί και ανοιχτοί αγωγοί, που έφερναν το νερό από τις πηγές του Χορτιάτη. Τρεις από τις δεξαμενές του νερού (κινστέρνες) σώζονται μέχρι σήμερα.

 

 

Συγγραφέας: Λίλα Πατσιάδου