Η Αθήνα των νεότερων χρόνων (1833 - 1945)

Από «χωριό» της οθωμανικής εποχής…«Βασιλική Καθέδρα και Πρωτεύουσα»: η «γνωστή - άγνωστη» Αθήνα των νεότερων χρόνων

Στις παραμονές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 η Αθήνα ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Στερεάς Ελλάδας, με πληθυσμό 10.000 κατοίκων περίπου. Οι σφοδρές πολεμικές επιχειρήσεις  που ακολούθησαν, άφησαν πίσω τους σωρούς ερειπίων και έρημες γειτονιές. Κι όμως, το 1834 η ρημαγμένη Αθήνα που οι Ευρωπαίοι αποκάλεσαν «μικρό χωριό», κλήθηκε να παίξει έναν νέο ιστορικό ρόλο, ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η επιλογή αυτή βασίστηκε σε ιδεολογικά κριτήρια, που υπαγορεύτηκαν από τους νέους βαυαρούς ηγεμόνες, και δεν εμπνέονταν από τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά από την ένδοξη πόλη των κλασικών χρόνων που δεν υπήρχε πια. Κάτω από την επιρροή του Ρομαντισμού γεννήθηκε το όραμα της «νέας Αθήνας», ενός δυτικοευρωπαϊκού ιδεολογήματος που συνδύαζε τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής μεγαλούπολης με την αίγλη της αρχαίας κληρονομιάς.

Φυσικά, η αποκαρδιωτική εικόνα της σύγχρονης πόλης απείχε πολύ από τις ιδεολογικές αυτές προτεραιότητες. Έτσι, πριν ακόμη ληφθεί η οριστική απόφαση για τη μεταφορά της πρωτεύουσας, ο Λουδοβίκος Α΄, πατέρας του πρώτου βασιλιά Όθωνα, ανέθεσε στους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ να εκπονήσουν ένα πολεοδομικό σχέδιο για τις ανάγκες μιας σύγχρονης πρωτεύουσας. Εκείνοι πρότειναν την οικοδόμηση της πόλης βόρεια της Ακρόπολης, με μία τριγωνική χάραξη που οριζόταν από τις οδούς Ερμού, Πειραιώς και Σταδίου, με τη θέση του ανακτόρου στη σημερινή Ομόνοια. Πρότειναν επίσης φαρδείς δρόμους («βουλεβάρτα»), μεγάλες πλατείες, στα πρότυπα των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, και ένταξη ανασκάψιμων αρχαιολογικών χώρων σε ενιαίες οριοθετημένες ζώνες.

Στην πράξη, ο σχεδιασμός αποδείχτηκε υπερβολικά φιλόδοξος για τα περιορισμένα μέσα του κράτους. Το ζήτημα της άμεσης στέγασης των δημόσιων υπηρεσιών  –που φιλοξενούνταν ακόμη και σε τζαμιά ή εκκλησίες–  και του αυξανόμενου πληθυσμού ήταν ιδιαίτερα πιεστικό. Επιπλέον, οι ιδιοκτήτες αντέδρασαν στις σχεδιαζόμενες απαλλοτριώσεις με υπέρογκες απαιτήσεις. Τότε ο Λέο Φον Κλέντσε, αρχιτέκτονας του Λουδοβίκου Α΄, σχεδίασε μια «ρεαλιστικότερη» εκδοχή της αρχικής πρότασης, στην οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, όπως εφαρμόστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα.

Η πόλη αναπτύχθηκε προς την ίδια κατεύθυνση σε μικρότερη κλίμακα, σαν ένας «κλειστός μονολιθικός οικισμός» με διατήρηση των χαράξεων των δρόμων του σχεδίου Κλεάνθη - Σάουμπερτ, χωρίς, όμως, πολλές μεγάλες λεωφόρους, και με περιορισμένους ελεύθερους χώρους. Οι οικιστικές ζώνες επεκτάθηκαν πέρα από τις οδούς Πειραιώς και Πανεπιστημίου, ενώ εντατική ήταν η ανοικοδόμηση στην παλιά πόλη. Σε κομβικά σημεία άρχισαν να προβάλουν εντυπωσιακά δημόσια κτίρια, που συνήθως χρηματοδοτούνταν από έλληνες ευεργέτες του εξωτερικού.

Η πόλη αναπτύχθηκε προς την ίδια κατεύθυνση σε μικρότερη κλίμακα, σαν ένας «κλειστός μονολιθικός οικισμός» με διατήρηση των χαράξεων των δρόμων του σχεδίου Κλεάνθη - Σάουμπερτ, χωρίς, όμως, πολλές μεγάλες λεωφόρους, και με περιορισμένους ελεύθερους χώρους. Οι οικιστικές ζώνες επεκτάθηκαν πέρα από τις οδούς Πειραιώς και Πανεπιστημίου, ενώ εντατική ήταν η ανοικοδόμηση στην παλιά πόλη. Σε κομβικά σημεία άρχισαν να προβάλουν εντυπωσιακά δημόσια κτίρια, που συνήθως χρηματοδοτούνταν από έλληνες ευεργέτες του εξωτερικού.

Το αρχικό όνειρο ενός ενιαίου αρχαιολογικού πάρκου έμεινε στα χαρτιά, αφού η σύγχρονη δόμηση ήταν εμπόδιο σε ανασκαφές μεγάλης κλίμακας. Παρόλα αυτά, το αρχαίο παρελθόν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ιστορικού κέντρου. Έγιναν ανασκαφές και αναστηλώσεις στους υπάρχοντες αρχαιολογικούς χώρους, ήρθαν στο φως η Αρχαία Αγορά και το νεκροταφείο του Κεραμεικού, δενδροφυτεύτηκαν οι λόφοι των Μουσών, της Πνύκας καθώς και οι πλαγιές της Ακρόπολης και οριοθετήθηκε ο βράχος με το «βουλεβάρτον της Ακρόπολης» (σημερινές οδοί Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Αποστόλου Παύλου). Συχνά, τα αρχαία κτίρια ήταν ασφυκτικά δεμένα με τα μεσαιωνικά και τα οθωμανικά και, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, δόθηκε έμφαση στις κλασικές αρχαιότητες, με την απομάκρυνση των μεσαιωνικών καταλοίπων.

Ως το 1880 ο πληθυσμός της πόλης είχε αυξηθεί πέρα από τις αρχικές προβλέψεις και, στο γύρισμα του 20ού αιώνα, έφτασε τους 120.000 κατοίκους. Έγιναν μεγάλα έργα υποδομής – ασφαλτοστρώσεις, φωτισμός, υδροδότηση–, δημιουργήθηκαν οι «σιδηρόδρομοι της Αττικής» προς το Φάληρο, την Κηφισιά και το Λαύριο, ενώ από το 1908 λειτούργησε το τραμ. Την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, η Αθήνα  είχε ήδη  αναπτυχθεί πέρα από τον προβλεπόμενο σχεδιασμό, από τον Κολωνό και την Καλλιθέα μέχρι τους Αμπελοκήπους και από τα Πατήσια και την Κυψέλη μέχρι το Παγκράτι.

Ήταν μία όμορφη πόλη, με χαμηλή δόμηση σε ανθρώπινη κλίμακα, όπου η μνημειώδης δημόσια αρχιτεκτονική συνυπήρχε αρμονικά με τη μεγαλοαστική και τη «λαϊκή» των μικροαστικών στρωμάτων. Ο Βασιλικός Κήπος, ο Κήπος του Θησείου, το Ζάππειο, ήταν οάσεις δροσιάς, οι μετακινήσεις διευκολύνθηκαν σημαντικά από τις λεωφόρους που είχαν χαραχτεί προς τις νέες συνοικίες και τα προάστια. Η άφιξη των μικρασιατών προσφύγων το 1922 δημιούργησε νέες ζώνες κατοίκησης στις παρυφές της πόλης, με συνοικισμούς σε όλο σχεδόν το λεκανοπέδιο και κυρίως στις δυτικές «βιομηχανικές» συνοικίες.

Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, κάτω από την επιρροή του «μοντέρνου κινήματος» στην αρχιτεκτονική, χτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες, που πρόσφεραν για πρώτη φορά τη δυνατότητα μαζικής στέγασης. Πρωτόγνωρα για την Αθήνα, τα νέα πολυώροφα κτίρια, που «ορθώνονταν σε μια χαμηλή πόλη», έγιναν κυρίαρχα τοπόσημα στο αστικό περιβάλλον. Χαρακτηρίζονταν από μία ιδιαίτερη αισθητική, αντίθετη προς τα μορφολογικά στοιχεία του νεοκλασικισμού, και από έμφαση στη λειτουργικότητα. Διέθεταν επίσης κοινόχρηστους χώρους που ευνοούσαν τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ενοίκων, σε μία πιο εξελιγμένη παραλλαγή της παραδοσιακής γειτονιάς. Παρόμοιες αισθητικές κατευθύνσεις ακολουθούν τα μεγάλα σχολεία και τα νοσοκομεία, που χτίστηκαν στα χρόνια αυτά, και με τα χρόνια υπέστησαν μετατροπές για να εξυπηρετήσουν τις αυξανόμενες ανάγκες.

 

ΠΗΓΗ

«Ένας θεόρατος σωρός ερειπίων και τίποτε άλλο· μια άμορφη και μονότονη στακτοκαφετιά μάζα από χαλάσματα και σκόνη που απάνω της υψώνονται μερικές χουρμαδιές και κυπαρίσσια που άντεξαν στη γενική ερήμωση. Αν δεν υπήρχε το Θησείο, αν δεν έμενε στη θέση της η Ακρόπολη με τα λείψανά της, δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι βρίσκεται στην Αθήνα».

Λουδοβίκος Ρος

 

ΠΗΓΗ

«Το να κτίζεις σήμερα για την Αθήνα είναι μια Ευρωπαϊκή υπόθεση…»

Λέο Φον Κλέντζε

 

Αυτό το ήξερες;

Στα μέσα του 19ου αιώνα η πόλη απέκτησε το δικό της «νησί», στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης. Ήταν τα Αναφιώτικα, η «αυθαίρετη» συνοικία όπου ζούσαν οι Αναφιώτες και άλλοι Κυκλαδίτες μάστορες που εργάζονταν στην ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας. Ως σήμερα οι κάτοικοί τους απολαμβάνουν μια ήρεμη καθημερινότητα, μακριά από τους έντονους ρυθμούς της πολύβουης πόλης.

 

Αυτό το ήξερες;

Η Ακρόπολη τον 19ο αιώνα ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι την έχουμε συνηθίσει. Τα αρχαία κτίρια συνυπήρχαν με τα νεότερα, φτιάχνοντας ένα σύνολο που φανέρωνε τις διαφορετικές «εποχές» του βράχου. Ως τα μέσα του αιώνα όταν άνοιξαν την πύλη «Beulé», από όπου μπαίνουμε στον χώρο ως σήμερα, η δυτική είσοδος ήταν ακόμη σφραγισμένη. Στα Προπύλαια στεκόταν όρθιος ο φράγκικος πύργος και από το Ηρώδειο ως το θέατρο του Διονύσου βρισκόταν ο οθωμανικός προμαχώνας του Σερπεντζέ. Η σημερινή εικόνα είναι αποτέλεσμα της απομάκρυνσης των νεότερων κτιρίων και των αναστηλώσεων των αρχαίων μνημείων.

 

Αυτό το ήξερες;

Μέχρι το 1931 η περιοχή της αρχαίας Αγοράς ήταν γεμάτη σπίτια. Πριν ξεκινήσουν οι ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, περίπου 365 σπίτια απαλλοτριώθηκαν και κατεδαφίστηκαν. Στη θέση της απέμεινε μόνο η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, που ξεχωρίζει σήμερα ανάμεσα στις αρχαιότητες.

 

Αυτό το ήξερες;

Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930, τα νερά του Ιλισού κυλούσαν ακόμη ανάμεσα στις γειτονιές. Οι εργασίες κάλυψης της κοίτης του ολοκληρώθηκαν τη δεκαετία του 1950. Το ποτάμι που συντρόφευε για αιώνες τη ζωή της πόλης έδωσε τη θέση του στις πολύβουες λεωφόρους Μιχαλακοπούλου, Βασιλέως Κωνσταντίνου και Καλλιρόης.

 

 

Συγγραφέας: Λίλα Πατσιάδου